Χάρολντ

Χάρολντ
Όνομα βασιλιάδων της Ευρώπης, γνωστών και με τον ελληνοποιημένο τύπο Αρόλδος. Αναφέρονται συνήθως σε δημοτικά τραγούδια των χωρών τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αλεξάντερ, Χάρολντ Τζορτζ — (Harold George Alexander, Κομητεία Τάιρον, Ιρλανδία 1891 – 1969). Βρετανός στρατάρχης. Διοικητής των βρετανικών δυνάμεων κατά την εκκένωση της Δουνκέρκης, το 1940, ανέλαβε το 1942 τη διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων Μέσης Ανατολής και αργότερα,… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλσον, Χάρολντ — (Harold Wilson, Χάντερσφιλντ 1916 – Λονδίνο 1995). Άγγλος πολιτικός. Γεννήθηκε σε μικροαστική οικογένεια και έδειξε από νεαρός εξαιρετικές πνευματικές ικανότητες. Σε ηλικία μόλις 21 ετών κατόρθωσε να αποφοιτήσει αριστούχος από την Οξφόρδη με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κρότο, Χάρολντ — (Sir Harold Kroto, Γουίσμπετς, κομητεία Κέιμπριτζ 1939 –). Άγγλος χημικός. Το 1961 αποφοίτησε από το τμήμα χημείας του πανεπιστημίου του Σέφιλντ και το 1964 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το ίδιο πανεπιστήμιο, στον τομέα της φασματοσκοπίας των… …   Dictionary of Greek

  • Λόιντ, Χάρολντ — (Harold Lloyd, Μπέρτσαρντ 1893/4 – Λος Άντζελες 1971). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Σαν Ντιέγκο και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1913. Στο διάστημα από το… …   Dictionary of Greek

  • Μακμίλαν, Χάρολντ — (Harold Macmillan, Λονδίνο 1894 – 1986). Άγγλος πολιτικός, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1957 64). Ήταν γόνος οικογένειας της ανώτερης αστικής τάξης και σπούδασε στο περίφημο Ίτον και στην Οξφόρδη. Το 1924 έγινε μέλος της Βουλής των… …   Dictionary of Greek

  • Πίντερ, Χάρολντ — (Pinter, Λονδίνο 1930). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός. Αφού εργάστηκε μερικά χρόνια ως ηθοποιός σε περιοδεύοντες θιάσους, άρχισε το 1957 τη συγγραφική του σταδιοδρομία, παρουσιάζοντας στο θέατρο του πανεπιστήμιου του Μπρίστολ Το… …   Dictionary of Greek

  • Γιούρεϊ, Χάρολντ Κλέιτον — (Harold Clayton Urey, Βάλκερτον, Ινδιάνα 1893 – 1981). Αμερικανός χημικός. Σπούδασε ζωολογία και χημεία και για ένα μικρό διάστημα εργάστηκε μαζί με τον χημικό Μπορ στην Κοπεγχάγη. Έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και… …   Dictionary of Greek

  • Κρέιν, Χάρολντ Χαρτ — (Harold Hart Crane, Γκάρετσβιλ, Οχάιο 1899 – Καραϊβική θάλασσα 1932). Αμερικανός ποιητής. Η ζωή του υπήρξε άστατη και απρόβλεπτη. Από το Κλίβελαντ, όπου εργαζόταν στο εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής του πατέρα του, κατάφερε να διεισδύσει στον… …   Dictionary of Greek

  • Λάσκι, Χάρολντ Τζόζεφ — (Harrold Joseph Laski, Μάντσεστερ 1893 – Λονδίνο 1950). Άγγλος πολιτειολόγος, δημοσιογράφος και πανεπιστημιακός. Δίδαξε ιστορία σε διάφορα πανεπιστήμια, ώσπου εδραιώθηκε στην έδρα των πολιτικών θεωριών στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Την περίοδο… …   Dictionary of Greek

  • Μάσλοου, Άμπρααμ Χάρολντ — (Abraham Harold Maslow, Νέα Υόρκη 1908 – Καλιφόρνια 1970). Αμερικανός ψυχολόγος. Φοίτησε στο Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης και στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν, όπου απέκτησε πτυχίο ψυχολογίας (1930), μεταπτυχιακό (1931) και διδακτορικό τίτλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”